lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα πολωνική

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
dobywający, produkować, tworzyć, wyprodukować, wytwarzać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα πολωνική, dobywający στα ελληνικά
παράγω στα πολωνική