lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα ουγγρική

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
gyártani, termelni, alakít, alkot, teremteni, előállítani
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα ουγγρική, gyártani στα ελληνικά
παράγω στα ουγγρική