lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα ρωσικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
вырабатывать, выработать, делать, изготавливать, изготовлять, образовывать, производить, создавать, созидать, творить, фабриковать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα ρωσικά, вырабатывать στα ελληνικά
παράγω στα ρωσικά