lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα δανική

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
danne, digte, fabrikere, form, forme, frembringe, fremstille, gestalt, gøre, komponere, konstruere, lage, lave, nummer, producere, producers, tilvirke, uddanne
Σχετικές λέξεις:
δανική παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα δανική, danne στα ελληνικά
παράγω στα δανική