lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα ιταλικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
addurre, comporre, confezionare, costituire, creare, fabbricare, figura, foggia, fondare, forma, formare, fruttare, generare, plasmare, produrre, veste
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα ιταλικά, addurre στα ελληνικά
παράγω στα ιταλικά