σέρνω english, σέρνω αόριστος
αστρολογία γέφυρα δεξαμενή χάρισμα αλλόκοτος αξιοπρεπής συμπαγής κούκος αναμονή κύκλος μετατροπή πρήζω δύναμη σύμμαχος συνωμοσία βάζω ευαίσθητος αποτρέπω σήμα ζω