lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα ιταλικά

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
acerbo, acido, acre, aspro, brusco, duro, rude, ruvido, agro
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα ιταλικά, acerbo στα ελληνικά
οξύ στα ιταλικά