lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα ουκρανικά

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
кислий, кислота, кислотний, натуральний, необроблений, обідраний, оцтовий, пиріг, природний, сирий, терпкий, торт
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα ουκρανικά, кислий στα ελληνικά
οξύ στα ουκρανικά