lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα σουηδικά

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (12):
amper, barsk, besk, bitter, frän, hård, kärv, ram, sträv, sur, syra, syrlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα σουηδικά, amper στα ελληνικά
οξύ στα σουηδικά