lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα ρωσικά

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
грубый, кислота, кислый, кислотный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα ρωσικά, грубый στα ελληνικά
οξύ στα ρωσικά