lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα πορτογαλικά

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
acedo, acerbo, ácido, acre, acrimonioso, áspero, azedo, bronco, desabrido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα πορτογαλικά, acedo στα ελληνικά
οξύ στα πορτογαλικά