lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα λευκορωσίας

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
кіслы, кіслотны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα λευκορωσίας, кіслы στα ελληνικά
οξύ στα λευκορωσίας