lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύ στα τσεχική

Λέξη:
οξύ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
drsný, hrubý, jízlivý, kostrbatý, kousavý, kyselost, kyselý, nepříjemný, nerudný, nevlídný, ostrý, pronikavý, prudký, příkrý, strohý, trpký, tvrdý, uštěpačný, štiplavý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική οξύ, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα, οξύ συνώνυμο, οξύ πνευμονικό οίδημα, οξύ κλίση, οξύ και βάση, οξύ στα τσεχική, drsný στα ελληνικά
οξύ στα τσεχική