lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά, завоевание στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα βουλγαρικά