lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
vallata, valloittaa, saada, hankinta, hankkiminen
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα φινλανδικά, vallata στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα φινλανδικά