lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα γαλλικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
acquisition, capter, captiver, capturer, conquérir, conquête, emporte, obtenir, prend, prise, reprise, séduire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα γαλλικά, acquisition στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα γαλλικά