lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα αγγλικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (15):
accomplishment, achieve, acquire, acquisition, afford, attain, attainment, captivate, capture, conquer, conquest, gain, internalize, obtain, score
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα αγγλικά, accomplishment στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα αγγλικά