lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα γερμανικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
aufbringen, erlangen, erobern, einnahme, eroberung, errungenschaft, erwerb, erwerbung, fang
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα γερμανικά, aufbringen στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα γερμανικά