lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (18):
anfall, anholde, bemektige, beseire, erobre, ervervelse, fakke, fange, fenge, få, gripe, gripende, innta, kapre, skaffa, skaffe, vinna, vinne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα νορβηγικά, anfall στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα νορβηγικά