lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα ρωσικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
поймать, добыть, завоевать, захватить, раздобыть, взятие, завоевание
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα ρωσικά, поймать στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα ρωσικά