lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα ουγγρική

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
meghódítás, vásárlás, vívmány
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα ουγγρική, meghódítás στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα ουγγρική