lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
впіймати, вуздечка, зарубка, підкупити, піймати, спіймайте, спіймати, виграш, завоювання, загарбання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά, впіймати στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά