lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα ιταλικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
catturare, acquistare, conquistare, conseguire, guadagnare, ottenere, raggiungere, rimorchiare, acquisto, apprendimento
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα ιταλικά, catturare στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα ιταλικά