lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
злавіць, атрымоўваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα λευκορωσίας, злавіць στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα λευκορωσίας