lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα πολωνική

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
pojmać, zdobyć, zdobycie
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα πολωνική, pojmać στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα πολωνική