lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιχμαλωτίζω στα σουηδικά

Λέξη:
αιχμαλωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
anfall, attack, gripande, bemäktiga, ernå, erövra, inhämta, skaffa, vinna, följning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω συνώνυμο, capture αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζω στα σουηδικά, anfall στα ελληνικά
αιχμαλωτίζω στα σουηδικά