lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα βουλγαρικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα βουλγαρικά, антракт στα ελληνικά
διακοπή στα βουλγαρικά