lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα ρωσικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
остановка, отдых, пауза, перерыв, прекращение, углубление
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα ρωσικά, остановка στα ελληνικά
διακοπή στα ρωσικά