lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα νορβηγικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
abort, avbrott, avbrytelse, brudd, frikvarter, intervall, mellomrom, oppholt, pause, rast, stans, staura, stopp, stoppested
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα νορβηγικά, abort στα ελληνικά
διακοπή στα νορβηγικά