lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα εσθονική

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (2):
katkestamine, vahetund
Σχετικές λέξεις:
εσθονική διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα εσθονική, katkestamine στα ελληνικά
διακοπή στα εσθονική