lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα ουγγρική

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
hangköz, intervallum, pauza, szórakozás, szünet, tízperc, szakítás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα ουγγρική, hangköz στα ελληνικά
διακοπή στα ουγγρική