lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα ιταλικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
alt, arresto, fermata, fermo, gap, intermezzo, interruzione, intervallo, lacuna, pausa, requie, ricreazione, rottura, sosta
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα ιταλικά, alt στα ελληνικά
διακοπή στα ιταλικά