lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα σουηδικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
avbrott, frikvarter, intervall, mellanakt, paus, rast, störa, uppehåll
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα σουηδικά, avbrott στα ελληνικά
διακοπή στα σουηδικά