lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα ρουμανική

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρουμανική
Μεταφράσεις (3):
întrerupere, oprire, staţie
Σχετικές λέξεις:
ρουμανική διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα ρουμανική, întrerupere στα ελληνικά
διακοπή στα ρουμανική