lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα γαλλικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (22):
arrêt, cesse, coupure, discontinuation, décesse, entracte, entre-temps, interception, intermission, intermittence, interruption, intersession, intervalle, lactose, lacune, mi-temps, pause, relâche, repos, rupture, récréation, répit
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα γαλλικά, arrêt στα ελληνικά
διακοπή στα γαλλικά