lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα πορτογαλικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
descanso, interrupção, interrupções, intervalo, parada, paragem, pausa, trégua, ruptura
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα πορτογαλικά, descanso στα ελληνικά
διακοπή στα πορτογαλικά