lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα φινλανδικά

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
katko, loma, pysähdys, tauko, väli, väliaika, taittuma
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα φινλανδικά, katko στα ελληνικά
διακοπή στα φινλανδικά