lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα βουλγαρικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (6):
умение, адрес, грамотност, изкуство, практика, подвижност
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα βουλγαρικά, умение στα ελληνικά
ικανότητα στα βουλγαρικά