lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
agilidade, amaro, arte, artificio, capacidade, despachado, destino, destreza, dote, endereço, faculdade, industria, poder, primor, prática, sobrescrito, soltura, talento, tino
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα πορτογαλικά, agilidade στα ελληνικά
ικανότητα στα πορτογαλικά