lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα ισπανικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (31):
agilidad, amaño, aptitud, arte, artificio, calificación, capacidad, competencia, conocimiento, destreza, dirección, dote, eficiencia, ejercicio, entrenamiento, facultad, habilidad, industria, ingenio, maestría, maña, maľa, pericia, poder, practica, primor, práctica, señas, talento, testa, tino
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα ισπανικά, agilidad στα ελληνικά
ικανότητα στα ισπανικά