lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
відазмяняць, зменьваць, мяняць, перайначваць, пераменьваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα λευκορωσίας, відазмяняць στα ελληνικά
ποικίλλω στα λευκορωσίας