lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα φινλανδικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
erota, vaihdella, muuttaa, parantaa, uudistaa, väännellä, vaihtaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα φινλανδικά, erota στα ελληνικά
ποικίλλω στα φινλανδικά