lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα ρουμανική

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρουμανική
Μεταφράσεις (3):
îmbunătăţi, modifica, schimba
Σχετικές λέξεις:
ρουμανική ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα ρουμανική, îmbunătăţi στα ελληνικά
ποικίλλω στα ρουμανική