lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα ιταλικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
alterare, alternare, avvicendare, cambiare, cambio, emendare, modificare, muovere, mutare, scambiare, spostare, tramutare, variare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα ιταλικά, alterare στα ελληνικά
ποικίλλω στα ιταλικά