lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα ρωσικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
отличать, разнообразить, видоизменять, изменять, менять, обращать, сменять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα ρωσικά, отличать στα ελληνικά
ποικίλλω στα ρωσικά