lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα δανική

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
variere, ændre, bytte, forandre, omkastning, skifte, veksle
Σχετικές λέξεις:
δανική ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα δανική, variere στα ελληνικά
ποικίλλω στα δανική