lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα αγγλικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (29):
alter, alternate, amend, change, convert, differ, differentiate, disguise, dissent, disturb, diversify, divert, divide, edit, fluctuate, interchange, intersperse, modify, permute, rearrange, redid, relay, reschedule, retarget, shift, switch, transmute, turn, vary
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα αγγλικά, alter στα ελληνικά
ποικίλλω στα αγγλικά