lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα ισπανικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (23):
alterar, alterarse, alternar, cambiar, canjear, conmutar, convertir, convertirse, diferenciar, diferenciarse, diferir, discordar, discrepar, divergir, diversificar, inmutar, modificar, mudar, oscilar, reformar, relevar, transformar, variar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα ισπανικά, alterar στα ελληνικά
ποικίλλω στα ισπανικά