lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα σουηδικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
avvika, variera, ändra, ändring, byt, förvandla, omkastning, omväxla, omväxling, växla
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα σουηδικά, avvika στα ελληνικά
ποικίλλω στα σουηδικά