lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποικίλλω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ποικίλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
alterar, alterares, alternar, cambiar, diferenciar, diferir, discordar, divergir, diversificar, modificar, mudar, oscilar, reformar, transformar, trocar, variar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ποικίλλω, ποικίλλω συνώνυμα, ποικίλλω συνωνυμο, ποικίλλω κλίση, ποικίλλω ετυμολογία, ποικίλλω αόριστος, ποικίλλω στα πορτογαλικά, alterar στα ελληνικά
ποικίλλω στα πορτογαλικά